μπερλίνα

μπερλίνα
I
Ατιμωτική ποινή που χρησιμοποιήθηκε από τον Μεσαίωνα έως τον περασμένο αιώνα. Περιλάμβανε την έκθεση του κατάδικου στα μάτια του πλήθους, σε μία τοποθεσία που κι αυτή ονομαζόταν μ. Ο τρόπος εκτέλεσης της μ. ποίκιλλε κατά τόπο και χρόνο, αλλά γενικά έτεινε να καταστήσει πιο αισθητό τον ταπεινωτικό χαρακτήρα της ποινής. Τις περισσότερες φορές τοποθετούσαν τον κατάδικο επάνω σε μία εξέδρα και τον έδεναν σε έναν στύλο με μια αλυσίδα, η οποία ήταν ενωμένη με ένα σιδερένιο κολάρο (γκόνια) που του περιτύλιγε το λαιμό. Μερικές φορές γινόταν χρήση ενός εργαλείου που αποτελείτο από δύο κινητούς άξονες τοποθετημένους ο ένας επάνω στον άλλο, με μία τρύπα στο κέντρο, που φυλάκιζε τον λαιμό του δράστη, και επίσης πολύ συχνά με δυο πλάγιες τρύπες που συγκρατούσαν το βάρος των χεριών του. Γενικά, στους ώμους του κατάδικου ή κοντά του τοποθετούσαν μια επιγραφή που έδειχνε το αδίκημα που διέπραξε. Σε μερικές χώρες του ξύριζαν τα μαλλιά και τα γένια. Η ποινή της μ. καταργήθηκε στη Γαλλία το 1832 και στην Αγγλία –όπου εφαρμόστηκε για τελευταία φορά το 1830– το 1837. Στις ΗΠΑ παρέμεινε σε ισχύ στην πολιτεία Ντέλαγουερ μέχρι το 1905.
II
Τύπος αμαξώματος αυτοκινήτου. Βλ. λ. αυτοκίνητο· αμάξωμα.
* * *
η (Μ μπερλίνα)
νεοελλ.
1. είδος παιχνιδιού συναναστροφών στο οποίο ένας από τους παίκτες κατηγορείται από όλους τους άλλους ανώνυμα
2. μτφ. γελοίο υποκείμενο, φαιδρό πρόσωπο, μπαίγνιο, νούμερο («είναι η μπερλίνα τής παρέας»)
μσν.
εξέδρα όπου εξέθεταν δημοσίως τους κακοποιούς προτού τούς τιμωρήσουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. berlina].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπερλίνα — η (λ. γερμ.) 1. παιχνίδι που παίζεται κυρίως σε φιλικές συγκεντρώσεις. 2. μτφ., κορόιδο, περίγελο, μπαίγνιο: Με έκαναν μπερλίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”